-
1 ὑπερ-κατα-βαίνω
ὑπερ-κατα-βαίνω (s. βαίνω), darüber hinabsteigen, übersteigen, τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ, über die Mauer, Il. 13, 50. 87.
См. также в других словарях:
υπερκαταβαίνω — ΜΑ [καταβαίνω] κατεβαίνω περνώντας πάνω από κάτι που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek